- φωτολουσμένος
- -η, -οο φωτόλουστος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτολουσμένος — η, ο, Ν λουσμένος στο φως, άπλετα φωτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + λουσμένος] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτόλουστος — η, ο, Ν φωτολουσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + λουστος (< λούζω), πρβλ. ηλιό λουστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φωτόλουστος — η, ο αυτός που φωτίζεται άπλετα, φωτολουσμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)